- σεισμογόνος
- -ο, θηλ. και -α, Ν1. αυτός που δημιουργεί σεισμούς2. (γεωφ.) χαρακτηρισμός ενός τμήματος τής γήινης επιφάνειας στο οποίο βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορα σεισμικά φαινόμενα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.